Αν με μισείς, μη μου μιλάς. Αν μ'αγαπάς, μη με πονάς! Δεν σ΄ ενοχλώ!!!
Ορέστης Αλεξάκης, «Όσα δεν μάθαμε ποτέ για τα σκυλιά»
Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο Θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη τού
κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους
Κάποτε
μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει
θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό
ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει
(Από τη συλλογή «Ο ληξίαρχος», εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989).
Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Το σκυλί»
Μου λεν να πάρω ένα σκυλί –
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ’ αρχίσει πάλι ν’ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θα ’ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.
(Από τη συλλογή «Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα», εκδ. Τυπωθήτω, 2002).
Μιχάλης Γκανάς, «Το σκυλί»
Το ’να σκυλί το σκότωσαν
τ’ άλλο το πήραν οι γειτόνοι.
Βγαίνει τις νύχτες
και κοιτάει το φεγγάρι,
μυρίζει στις μολόχες
που του ’ριχνες ψωμί.
Ύστερα βρίσκει τον τορό
κ’ έρχεται με μουσούδα
όλο δροσιές στο μνήμα σου.
Κάθεται στα πισινά κι ακούει
τ’ άλλο σκυλί που αλυχτάει κάποιο διαβάτη.
(Από τη συλλογή «Μαύρα Λιθάρια», 1980 –συγκεντρωτική έκδοση «Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012», εκδ. Μελάνι, 2013).
Γιώργος Χρονάς, «Η πλατεία των σκύλων»
Κανείς δεν ξέρει πού βρέθηκαν
τόσα σκυλιά χαμένα
τόσοι πιστοί φίλοι χωρίς φίλους.
Ψάχνουνε τ’ αφεντικά τους
κάτω από τις φυλλωσιές
δίπλα στα σκαλιά του ναού
σαν να προσεύχονται
σε άγνωστη θρησκεία
με μαύρους ιερείς
που υπακούουν στην ιατρική από έλεος.
Τα ονόματά τους ποτέ δεν θ’ ακούσουνε
ξανά να τα φωνάζουν οι αγαπημένοι.
Γι’ αυτό σωπαίνουν με τη μουσούδα τους
υγρή στο χώμα.
(Από τη συλλογή «Κατάστημα νεωτερισμών», εκδ. Οδός Πανός, 1997 –συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα (1973-2008)», εκδ. Οδός Πανός, 2008).
Γιώργος Μαρκόπουλος, «Σκύλε»
Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μέσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.
Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.
(Από τη συλλογή «Κρυφός κυνηγός», Κέδρος, 2010 –συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα 1968-2010»).
Βασίλης Κουγέας, «Δάντης, ο σκύλος μου»
Στο μπαρ των Πειρατών
άφησε ο σκύλος μου την τελευταία του πνοή
καθώς ο ήλιος ακρωτηριαζόταν
πάνω απ’ την Ύδρα.
Πεφωτισμένοι δήμαρχοι και ποιητές
άφησαν το λουλούδι τους στο άψυχο. Εγώ,
ήπια δυο Talisker στη μνήμη του,
ύστερα νύχτωσε.
Στο δρόμο
του γυρισμού
έτρεχε πίσω μου μυρίζοντας γωνιές
και υποσχόταν κλαίγοντας
πως δεν θα ξανακάνει το νεκρό
(Από τη συλλογή «Το αεικίνητο βάθος πεδίου», εκδ. Ύψιλον, 2013).
Γιώργος Βέης, «Ιδιόμελο για ένα οικόσιτο»
Δεν θα μάθω ποτέ
τι βλέπει τώρα στον ύπνο του
αυτήν ακριβώς τη στιγμή που γράφω
και τρέμει ολόκληρος
κλάμα σιγανό
πνίγεται στα βαθιά του ύπνου
πρώτη φορά δείχνει ανυπεράσπιστος
μια περίληψη τρόμου
χωρίς φυλακτό ή πατρίδα
ο Μπρούνο, ο δεκάχρονος
γκόλντεν ριτρίβερ μας.
(Από τη συλλογή «Για ένα πιάτο χόρτα», εκδ. Ύψιλον, 2016).
Γλυκερία Μπασδέκη, «Οι φίλοι και οι σκύλοι»
αυτοί
με αγαπάνε πιο πολύ
αυτοί με ξέρουν
στα μάτια μου
ορκίζονται
(είσαι η κούκλα μας,
μου λένε)
μέρες μου γλείφουν
τις ουλές
(είσαι η φάτνη μας,
μου λένε)
οι φίλοι και οι σκύλοι
Οι φίλοι μου.
Οι σκύλοι μου.
(Από τη συλλογή «Σύρε καλέ την άλυσον», εκδ. Ενδυμίων, 2012).
Κυριακή Αν. Λυμπέρη, «Μια ομοταξία για ν’ ανήκω»
Είχα στην πλάτη μου κολλημένο
τόσο καιρό ένα σκύλο.
Και αυτό το έλεγε
ο ένας φυσικό
(επειδή έμοιαζαν ανθρώπινα
τα υπόλοιπα χαρίσματα του ζώου),
ο άλλος αδιάφορο
(επειδή γιατί ν’ ασχοληθούμε με τους άλλους,
όταν τόσο πολύ ήδη
μας απασχολεί ο εαυτός μας;)
κι ο τρίτος νοσηρό
(επειδή μερικοί έχουν το χάρισμα
να διακρίνουν καθαρά
και να ομιλούν ακόμα καθαρότερα).
Λοιπόν σιγά σιγά, καθώς η πλάτη μου
από το βάρος άρχισε να με πονάει,
καθώς να προχωρήσω μακριά
ελεύθερα πια δεν μπορούσα,
εκεί,
στα σημεία που φύτρωναν τα σκυλίσια μέλη,
άρχισα να βγάζω φτερά.
Έλεγα, καλύτερα ν’ ανήκω
στην ομοταξία των πτηνών
που γνωρίζουν να πετούν
να τραγουδούν
και να ατενίζουν,
αλλά δεν ξέρουν καθόλου τι θα πει αφέντης,
ενώ ξέρουν καλά τι θα πει αγάπη
(σάλιο, λάσπη και άχυρο
για τη δημιουργία της φωλιάς).
Έτσι έλεγα,
γιατί είναι λίγα
τα πουλιά που χωράνε σε κλουβιά
χωρίς να πεθάνουν.
Ενώ ένα σκύλο,
μια χαρά τον κουβαλάς
στην πλάτη σου σ’ ένα στενό σπιτάκι,
για ένα μόνο κόκαλο
τα χέρια του κυρίου γλείφοντας
μ’ ευγνωμοσύνη!
(Από τη συλλογή «Ζητήματα ύψους», εκδ. Τυπωθήτω, 2015).
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, «Άνοιξη στην πόλη»
Ο σκύλος μου σταματάει
σε κάθε χόρτο και λουλούδι
και το μυρίζει προσεκτικά.
Κάνω υπομονή και τον αφήνω,
είναι η πρώτη του άνοιξη
στον κόσμο.
Και η δική μου, νομίζω.
(Από τη συλλογή «Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής», εκδ. Πόλις, 2016).